επιμελητής

επιμελητής
ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι]
ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ.
γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.)
νεοελλ.
1. (στα σχολεία) ο μαθητής που φροντίζει για την ευκοσμία τής τάξης
2. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής έδρας ή κλινικής
3. (παλιότερα) αξιωματικός τού οικονομικού σώματος τού στρατού
4. αυτός που επιμελείται μια έκδοση
αρχ.
1. στρατηγός
2. στον πληθ. οἱ ἐπιμεληταί
άρχοντες στην Αθήνα που φρόντιζαν τα οικονομικά
3. αρχηγός φυλής
4. επόπτης μέτρων και σταθμών
5. έφορος τών γυμνασίων
6. έφορος τού πρυτανείου
7. (για αυτοκράτορα που διατηρεί τιμητικά τοπικό αξίωμα) επίτροπος, βουλευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελητής — one who has charge of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φροντίζει για κάτι, που εποπτεύει. 2. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που έχει ως έργο την εποπτεία (επιτήρηση) έργου: Επιμελητής των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης. 3. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής σχολής (ιδίως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμεληταῖς — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμεληταί — ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητοῦ — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητῇ — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητήν — ἐπιμελητής one who has charge of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητῶν — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πιμελητά — ἐπιμελητά̱ , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc/acc dual ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc voc sg ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”